Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκιρίς — ίδος, ἡ, Α προσωνυμία τής Αρτέμιδος στη Μίλητο … Dictionary of Greek
Σκιρίδαι — οἱ, Α [σκιρίς, ίδος] λάτρεις ἡ ιερείς τής Σκιρίδος Αρτέμιδος … Dictionary of Greek